ῥινηλάτης — ῥῑνηλάτης , ῥινηλάτης one who tracks by scent masc nom sg ῥῑνηλάτης , ῥινηλατέω track by scent imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥινηλάτας — ῥῑνηλάτᾱς , ῥινηλάτης one who tracks by scent masc acc pl ῥῑνηλάτᾱς , ῥινηλάτης one who tracks by scent masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
ρινηλασία — η / ῥινηλασία, ΝΜΑ [ῥινηλάτης] (για σκυλιά) η ανίχνευση με τη μύτη, με την όσφρηση … Dictionary of Greek
ρινηλατώ — ῥινηλατῶ, έω, ΝΑ [ῥινηλάτης] ανιχνεύω με τη μύτη, ιχνηλατώ με την όσφρηση («τοὺς κύνας ἀφέντες ῥινηλατεῑν», Λόγγ.) αρχ. μτφ. προσπαθώ να μυριστώ, προσπαθώ να διακρίνω, να εξιχνιάσω κάτι («ἴχνος κακῶν ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ῥινηλατῶν — ῥῑνηλατῶν , ῥινηλάτης one who tracks by scent masc gen pl ῥῑνηλατῶν , ῥινηλατέω track by scent pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥινηλάτην — ῥῑνηλάτην , ῥινηλάτης one who tracks by scent masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)